- ἐμφορούμενος
- ἐμφορέωto be borne about inpres part mp masc nom sg (attic epic doric)ἐμφορέωto be borne about inpres part mp masc nom sg (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εμφορούμαι — ( έομαι) (AM ἐμφοροῡμαι και ἐμφορῶ) μέσ. είμαι γεμάτος από κάποιο συναίσθημα, διαπνέομαι από κάποια σκέψη ή ιδέα, κατέχομαι, κυριεύομαι από συναισθήματα ή ιδέες («θείου φωτισμοῡ ἀξίως ἐμφορούμενος», Μην. Ωδ. Ι) αρχ. μσν. είμαι γεμάτος από κάτι,… … Dictionary of Greek
κατάσχετος — κατάσχετος, ον (Α) [κατέχω] (ποιητ. τ. αντί κάτοχος) 1. αυτός που τόν κατέχει ή τόν κρύβει κάποιος ή κάτι («μή τι και κατάσχετον κρυφή καλύπτει καρδίᾳ θυμουμένῃ», Σοφ.) 2. εμφορούμενος από κάτι («κατάσχετος κακίαις») 3. θεόπνευστος («κατάσχετος… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Ιστορία (Αρχαιότητα) — ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ ΚΑΙ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ (600000 1100 π.Χ.) Σύμφωνα με τα αρχαιολογικά ευρήματα, θεωρείται ότι η ζωή ξεκίνησε στον ελλαδικό χώρο από το 100 000 π.Χ. (Παλαιολιθική εποχή). Όμως, η χρονική περίοδος που ιστορικά παρουσιάζει εξαιρετικό… … Dictionary of Greek